- μανικίων
- μανίκιαcuffs: neut gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
μανικίων — μανίκια cuffs neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
ακρομάνικα — ἀκρομάνικα, τα (Μ) οι άκρες τών μανικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + μανίκιον] … Dictionary of Greek
ανακόμπωμα — ἀνακόμπωμα, το (Μ) [ἀνακομπώνω] ανασήκωμα τών μανικιών, ανασκούμπωμα … Dictionary of Greek
βραχιόλι — Κόσμημα κατασκευασμένο από χρυσό, άργυρο ή άλλη ύλη (πλατίνα, ελεφαντοστό, κεχριμπάρι, μετάξι, ξύλο κ.ά.). Φοριέται συνήθως στο χέρι, επάνω από τον καρπό και κάποτε επάνω από τον αγκώνα ή στον αστράγαλο του ποδιού. Το β. είναι ένα από τα… … Dictionary of Greek
ξεμανίκωμα — το [ξεμανικώνω] σήκωμα ή αφαίρεση τών μανικιών … Dictionary of Greek
πασχαρό — και μασχαρό και πασχαρέλ(λ)ι, το εργαλείο τών ραπτών από σκληρό ξύλο το οποίο χρησιμεύει για το σιδέρωμα τών μανικιών και τών παντελονιών … Dictionary of Greek
Κονιστρών, δήμος — Νέος δήμος (4.077 κάτ.) του νομού Ευβοίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Άνω Κουρουνίου, Αγίου Βλασίου, Βρύσης, Κάτω Κουρουνίου, Κήπων, Καδίου, Κονιστρών, Κρεμαστού, Μακρυχωρίου, Μανικίων και… … Dictionary of Greek
πατατούκα — η (λ. ιταλ.), είδος αντρικού μανδύα από χοντρό μάλλινο ύφασμα χωρίς μανίκια ή τρύπες στη θέση των μανικιών, αλλιώς κάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)